Skip to content

☎️ 2105442849 - 2110128841

Sale!

Φορολογικό ποινολόγιο 2024

36.00

11 in stock

SKU: 9786182090879 Category:

Περιγραφή

Η έννοια του ποινολογίου αποτελεί θεμελιώδη πυλώνα του νομικού συστήματος και διατρέχει το σύνολο του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Η γνώση για τα πρόστιμα και τις κυρώσεις που επιβάλλονται για φορολογικές παραβάσεις απαιτούν τη συνδυαστική μελέτη των διατάξεων του ΚΦΔ, με αποτέλεσμα πολλές φορές να εκθέτουν τις επιχειρήσεις σε κίνδυνο καταβολής υπέρογκων χρηματικών ποσών για λάθη και παραλείψεις.

Το παρόν βιβλίο, με τίτλο «Φορολογικό Ποινολόγιο», έχει ως στόχο να αποτελέσει έναν χρήσιμο και αξιόπιστο οδηγό για την κατανόηση και την εφαρμογή των σημαντικότερων φορολογικών ποινών και κυρώσεων που προβλέπονται από το ισχύον νομικό πλαίσιο.

Ειδικότερα, η θεματολογία του βιβλίου καλύπτει αναλυτικά το Μέρος Θ του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.5104/2024 – Κωδικοποίηση με ν.5135/2024), το οποίο αφορά τους τόκους και τα πρόστιμα, καθώς και την αλληλέγγυα ευθύνη στην πληρωμή φόρων και τόκων (άρθρο 49 ΚΦΔ). Η αναλυτική αυτή παρουσίαση, συνοδευόμενη από ευσύνοπτους πίνακες, προσφέρει στον αναγνώστη άμεση και αποτελεσματική αναζήτηση των σχετικών πληροφοριών.

Ακόμη εξετάζεται το Μέρος ΙΒ του ΚΦΔ, που περιλαμβάνει τα εγκλήματα φοροδιαφυγής και τις ποινικές κυρώσεις που αυτά επισύρουν. Η ανάλυση αυτή είναι απαραίτητη για την πληρέστερη κατανόηση των συνεπειών που μπορεί να έχει η παραβίαση της φορολογικής νομοθεσίας και των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι εμπλεκόμενοι. Η κατανόηση των ποινικών κυρώσεων καθίσταται κρίσιμη για τη διασφάλιση της νομιμότητας και την αποφυγή σοβαρών συνεπειών.

Στο τέλος του βιβλίου περιλαμβάνεται παράρτημα με συγκριτικούς πίνακες για τα πρόστιμα, όπως ίσχυαν με τον προηγούμενο Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.4987/2022), προσφέροντας μια σημαντική αναδρομική ανάλυση των αλλαγών στη φορολογική νομοθεσία.

Συνολικά, το «Φορολογικό Ποινολόγιο» αποτελεί ένα συμπαγή και πρακτικό οδηγό, κατάλληλο για νομικούς, φοροτεχνικούς, λογιστές, όλους όσους ασχολούνται με τη φορολογική συμμόρφωση και για όσους επιζητούν μια σφαιρική αλλά και εστιασμένη κατανόηση των φορολογικών ποινών και κυρώσεων, προσφέροντας τα απαραίτητα εργαλεία για την ορθή διαχείριση των φορολογικών υποχρεώσεων.

Επιστημονική ομάδα Astbooks

ISBN : 978-618-209-087-9

Σελ. 299

Λεπτομέρειες

1.1.2.21 Πίνακας προστίμων για παράλειψη υποβολής ή εκπρόθεσμη υποβολή φορολογικών δηλώσεων και δηλώσεων πληροφοριακού χαρακτήρα και παράλειψη χορήγησης στοιχείων που ζητούνται από τη Φορολογική Διοίκηση

Δείτε ΕΔΩ

 

1.1.3 Πρόστιμο ανακριβούς δήλωσης ή μη υποβολής δήλωσης – Γενικά

Με τις διατάξεις του άρθρου 54 του ΚΦΔ προβλέπεται η επιβολή κυρώσεων για την υποβολή ανακριβούς φορολογικής δήλωσης ή άλλης δήλωσης πληροφοριακού χαρακτήρα, ανά είδος φορολογίας. Καθορίζεται το ύψος του προστίμου εάν το ποσό φόρου που προκύπτει βάσει φορολογικής δήλωσης υπολείπεται του ποσού φόρου που προκύπτει βάσει διορθωτικού προσδιορισμού φόρου που πραγματοποιήθηκε από τη Φορολογική Διοίκηση.

Το ποσοστό αυτό κυμαίνεται από το 10% του ποσού της διαφοράς και μπορεί να φτάσει το 50% ανάλογα με την περίπτωση. Με τις ίδιες διατάξεις ορίζεται ότι επιβάλλεται σε βάρος του υπόχρεου για την υποβολή δήλωσης πρόστιμο ίσο με το ποσό του φόρου που απέφυγε λόγω της μη υποβολής δήλωσης.

 

1.1.3.1 Πρόστιμο επί της διαφοράς του φόρου που προκύπτει βάσει διορθωτικού προσδιορισμού

Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 54, προβλέπεται ότι στην περίπτωση κατά την οποία το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση φορολογική δήλωση (αρχική/τροποποιητική) υπολείπεται του ποσού του φόρου που προκύπτει με βάση το διορθωτικό προσδιορισμό φόρου που πραγματοποιήθηκε από τη Φορολογική Διοίκηση, ο φορολογούμενος υπόκειται σε πρόστιμο επί της διαφοράς ως εξής:

α) 10% επί του ποσού της διαφοράς, εάν το εν λόγω ποσό ανέρχεται σε ποσοστό από 5% έως 20% τοις εκατό του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση,

β) 25% επί του ποσού της διαφοράς, εάν το εν λόγω ποσό υπερβαίνει σε ποσοστό το 20% και έως 50% του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση,

γ) 50% επί του ποσού της διαφοράς, εάν το εν λόγω ποσό υπερβαίνει σε ποσοστό το 50% του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση.

 

1.1.3.2 Επιβολή προστίμου μετά από διαπίστωση ποσού που αναδιαμορφώνει τη φορολογητέα ύλη αλλά έχει επέλθει παραγραφή

Με την Ε.2025/2023 διευκρινίζεται ότι στην περίπτωση που κατά τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου διαπιστώνεται η ύπαρξη ποσού το οποίο αναδιαμορφώνει τη φορολογητέα ύλη, όπως ενδεικτικά, στοιχείο μειωτικό του εσόδου ή δαπάνη που αφορά σε διαφορετικό φορολογικό έτος για το οποίο, όμως, το δικαίωμα της Φορολογικής Διοίκησης να διενεργήσει έλεγχο και να επιβάλλει φόρο έχει παραγραφεί, δεν επιβάλλεται το πρόστιμο της παρ. 1 του άρθρου 54 του ΚΦΔ κατά το μέρος του ποσού της μειωτικής προσαρμογής της διαφοράς φόρου.

Συγκεκριμένα, με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 37 του ΚΦΔ, ορίζεται ότι εάν ο διορθωτικός προσδιορισμός φόρου συνεπάγεται τροποποίηση πράξης προσδιορισμού φόρου για φορολογικό έτος για το οποίο το δικαίωμα ελέγχου έχει παραγραφεί, η αντίστοιχη προσαρμογή φόρου διενεργείται στο παλαιότερο φορολογικό έτος για το οποίο το δικαίωμα ελέγχου δεν έχει ακόμη παραγραφεί και στο οποίο αφορά ο διορθωτικός προσδιορισμός φόρου.

Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει δεκτά με την Ε.2082/2022 για την εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 37 του ΚΦΔ, σε περίπτωση που διενεργείται φορολογικός έλεγχος και διαπιστώνεται η ύπαρξη ποσού το οποίο αναδιαμορφώνει την φορολογητέα ύλη, όπως ενδεικτικά, στοιχείο μειωτικό του εσόδου ή δαπάνη που αφορά σε διαφορετικό φορολογικό έτος για το οποίο όμως το δικαίωμα της Φορολογικής Διοίκησης να διενεργήσει έλεγχο και να επιβάλλει φόρο έχει παραγραφεί, η διαφορά του φόρου που προκύπτει καταλογίζεται στο φορολογικό έτος που ελέγχεται. Στη συνέχεια, γίνεται υπολογισμός του φόρου που αντιστοιχεί στη διαφορά κατά το φορολογικό έτος που αυτή αφορά και προσαρμόζεται αντιστοίχως κατά το ποσό αυτό ο φόρος για το παλαιότερο ελεγχόμενο φορολογικό έτος για το οποίο το δικαίωμα ελέγχου δεν έχει ακόμη παραγραφεί και για το οποίο εκδίδεται πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου.

Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 54 του ΚΦΔ, ορίζεται ότι εάν το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση φορολογική δήλωση υπολείπεται του ποσού του φόρου που προκύπτει με βάση τον διορθωτικό προσδιορισμό φόρου που πραγματοποιήθηκε από τη Φορολογική Διοίκηση, ο φορολογούμενος υπόκειται σε πρόστιμο επί της διαφοράς που προκύπτει προς καταβολή ως εξής:

α) 10% του ποσού της διαφοράς, εάν το εν λόγω ποσό ανέρχεται σε ποσοστό από 5% έως 20% του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση,

β) 25% του ποσού της διαφοράς, αν το εν λόγω ποσό υπερβαίνει το ποσοστό 20% και ανέρχεται σε ποσοστό έως 50% του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση,

γ) 50% του ποσού της διαφοράς, αν το εν λόγω ποσό υπερβαίνει σε ποσοστό το 50% του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση.

Σημειώνεται ότι σε περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 37 του ΚΦΔ, ως ποσό φόρου διορθωτικού προσδιορισμού, νοείται το ποσό που προκύπτει μετά την αναπροσαρμογή και συνεπώς το πρόστιμο της παρ. 1 του άρθρου 54 του ΚΦΔ υπολογίζεται επί της προκύπτουσας διαφοράς προς καταβολή του κατά τα ανωτέρω προσαρμοσμένου ποσού φόρου και του ποσού του φόρου με βάση τη φορολογική δήλωση.

 

Παράδειγμα:

Διενεργείται έλεγχος σε ΑΕ για το φορολογικό έτος 2017 (τελευταίο φορολογικό έτος που δεν έχει παραγραφεί) και διαπιστώνεται λογιστική διαφορά, λόγω έκπτωσης δαπάνης ύψους 100.000 ευρώ, η οποία ανάγεται στο φορολογικό έτος 2016 και για την οποία νομίμως έχει εκδοθεί στοιχείο το 2017. Η δαπάνη των 100.000 ευρώ δεν αναγνωρίζεται ως εκπτεστέα από τα ακαθάριστα έσοδα του φορολογικού έτους 2017 αλλά πληροί τις προϋποθέσεις έκπτωσης στο φορολογικό έτος 2016 στο οποίο αφορά και το οποίο έχει παραγραφεί. Η προσαρμογή του φόρου επομένως πρέπει να γίνει στο φορολογικό έτος 2017 (τελευταίο μη παραγεγραμμένο έτος που ελέγχεται) και στην πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου που θα εκδοθεί θα γίνουν οι υπολογισμοί:

  • Φορολογικό έτος 2016 Φορολογικός συντελεστής: 29%
  • Ποσό φόρου που αντιστοιχεί στην έκπτωση της δαπάνης: 29.000 ευρώ (100.000 x 29%) Φορολογικό έτος 2017
  • Διαφορά φόρου κατόπιν ελέγχου = 200.000 ευρώ (στην οποία έχει υπολογιστεί η λογιστική διαφορά)
  • Προσαρμογή φόρου κατ’ άρθρο 37 παρ. 4 ΚΦΔ: φόρος ελέγχου (200.000 ευρώ) μείον ποσό φόρου που αντιστοιχεί στην έκπτωση δαπάνης για το ΦΕ 2016 (200.000-29.000 ευρώ) =171.000 ευρώ.

 

Επί του ως άνω προσαρμοσμένου ποσού φόρου προς καταβολή θα επιβληθεί πρόστιμο του άρθρου 54 ΚΦΔ. Επιπλέον, ο φορολογούμενος υποχρεούται να καταβάλει τόκους του άρθρου 52 ΚΦΔ επί του ποσού των 171.000 ευρώ από την επόμενη μέρα της λήξης της νόμιμης προθεσμίας κατά την οποία θα έπρεπε να είχε αρχικά καταβληθεί ο φόρος που προκύπτει από την πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου φορολογικού έτους 2017.

Στην περίπτωση που είχε διαπιστωθεί από τον έλεγχο μόνο η ως άνω λογιστική διαφορά των 100.000 ευρώ, οι υπολογισμοί θα γίνουν ως εξής:

  • Φορολογικό έτος 2017.
  • Διαφορά φόρου κατόπιν ελέγχου = 29.000 ευρώ
  • Προσαρμογή φόρου κατ’ άρθρο 37 παρ. 4 ΚΦΔ: φόρος ελέγχου (29.000 ευρώ) μείον ποσό φόρου που αντιστοιχεί στην έκπτωση δαπάνης για το Φ.Ε. 2016 (29.000-29.000 ευρώ) = 0 ευρώ.

 

Εφόσον δεν υφίσταται ποσό φόρου προς καταβολή δεν θα επιβληθεί το πρόστιμο της παρ. 1 του άρθρου 54 ΚΦΔ.

 

1.1.3.3 Πρόστιμο όταν διενεργείται προσδιορισμός του εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα και διαπιστώνεται αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη

Σύμφωνα με την Ε.2047/2023, στις περιπτώσεις που διενεργείται προσδιορισμός του εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 του ΚΦΕ και το εισόδημα που προκύπτει από τη χρήση κάθε διαθέσιμου στοιχείου ή των έμμεσων μεθόδων ελέγχου υπερβαίνει το δηλωθέν, δηλαδή διαπιστώνεται αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη που αποδίδεται στη μη έκδοση φορολογικών στοιχείων και δεν προκύπτει το πλήθος των συναλλαγών και η αξία έκαστης συναλλαγής, για την οποία έπρεπε να εκδοθεί το σχετικό φορολογικό στοιχείο, παρά μόνο η συνολική αποκρυβείσα αξία, δεν επιβάλλεται το πρόστιμο της παρ. 6 του άρθρου 57 του ΚΦΔ, και επιβάλλονται μόνο τα πρόστιμα περί ανακριβούς υποβολής δήλωσης που προβλέπονται με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 άρθρου 54 του ΚΦΔ.

 

1.1.3.4 Υποβολή ανακριβούς πιστωτικής δήλωσης ΦΠΑ

Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 54 του ΚΦΔ, ειδικά για ανακριβείς δηλώσεις ΦΠΑ του άρθρου 38 ή του άρθρου 47α του Κώδικα ΦΠΑ ή δηλώσεις παρακρατούμενου φόρου, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με ποσοστό 50% επί της διαφοράς.