Περιγραφή
Η νέα έκδοση της Astbooks με τίτλο «Φορολογικός έλεγχος – Πόθεν έσχες» πραγματεύεται δύο κρίσιμα και αλληλένδετα θέματα της σύγχρονης φορολογικής πρα-κτικής. Σκοπός της είναι να προσφέρει μια ολοκληρωμένη κατανόηση των διαδικασιών και των αρχών που διέπουν τον έλεγχο των φορολογικών δηλώσεων και την τήρηση των λογιστικών βιβλίων, καθώς και των μηχανισμών που χρησιμοποιούνται για τη διασφά-λιση της νομιμότητας και της διαφάνειας στην περιουσιακή κατάσταση των πολιτών.
Ο φορολογικός έλεγχος αποτελεί θεμέλιο της φορολογικής διοίκησης, καθώς επι-τρέπει την ανίχνευση και την αντιμετώπιση των περιπτώσεων φοροδιαφυγής. Το βιβλίο αναλύει τα στάδια του ελέγχου, τις μεθόδους που εφαρμόζονται και τα δικαιώματα των φορολογουμένων, παρέχοντας πολύτιμες γνώσεις τόσο για επαγγελματίες του χώρου όσο και για όσους ενδιαφέρονται για την τήρηση της φορολογικής νομοθεσίας.
Το πόθεν έσχες, από την άλλη πλευρά, είναι ένα εργαλείο διαφάνειας και λογοδοσί-ας, ιδιαιτέρως σημαντικό για τα δημόσια πρόσωπα και τους κατόχους σημαντικών οικο-νομικών πόρων. Μέσα από την ανάλυση της σχετικής νομοθεσίας και της εφαρμογής της, το βιβλίο προσφέρει μια σαφή εικόνα των προκλήσεων και των επιπτώσεων που συνδέονται με τον έλεγχο της προέλευσης των περιουσιακών στοιχείων.
Ειδικότερα, το βιβλίο χωρίζεται σε δύο (2) μέρη ως εξής:
Μέρος Α’ – Φορολογικός έλεγχος: Αναλύονται τα βασικά άρθρα του ΚΦΔ, όπως: άρθρα 27-35 αναφορικά με τη διαδικασία του φορολογικού ελέγχου (διάρκεια, πρό-σβαση στα βιβλία, επιτόπιος έλεγχος κ.λπ.), οι έμμεσες τεχνικές ελέγχου, άρθρο 37 για την παραγραφή, άρθρα 72-73 σχετικά με την ενδικοφανή προσφυγή και τη διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού, και το άρθρο 78 για το φορολογικό πιστοποιητικό (σ.σ. στο Παράρτημα περιλαμβάνονται το απόσπασμα της ΠΟΛ.1124/2015 σχετικά με την Έκθε-ση Φορολογικής Συμμόρφωσης Ανεξάρτητου Ορκωτού Ελεγκτή-Λογιστή).
Μέρος Β’ – Πόθεν έσχες: Αναλύονται τα άρθρα του ν.5026/2023 (κωδικοποιημέ-νος με ν.5072/2023) σχετικά με τη Δήλωση Περιουσιακής Κατάστασης (ΔΠΚ) και Οικο-νομικών Συμφερόντων (ΔΟΣ) σχετικά με τα εξής ζητήματα: κατηγορίες των υπόχρεων υποβολής, ηλεκτρονική καταχώρηση, χρόνος και τρόπος υποβολής, τα παράβολα εκ-πρόθεσμης υποβολής, τύπος και περιεχόμενο, δημοσιοποίηση στοιχείων, διαδικασία ελέγχου καθώς και ποινικές κυρώσεις για σχετικές παραβάσεις. Ακόμη, στο παράρτημα του κεφαλαίου περιλαμβάνονται σχετικοί πίνακες με το περιεχόμενο της δήλωσης, τις οδηγίες συμπλήρωσης των πεδίων της, τον κατάλογο ιδιοτήτων των υπόχρεων, τους καταλόγους των μη συνεργάσιμων κρατών στον τομέα της φορολογίας και με προνο-μιακό φορολογικό καθεστώς, ενώ προς διευκόλυνση του αναγνώστη περιλαμβάνεται και ένα ξεχωριστό θέμα με συχνές ερωτήσεις – απαντήσεις.
Επιστημονική Ομάδα ASTbooks
ISBN: 978-618-209-085-5
Σελ: 533
Λεπτομέρειες
Α.5.4 Μέθοδοι έμμεσου προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης σε περίπτωση άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας
Αντικείμενο των τεχνικών ελέγχου της αρχής των αναλογιών (περ. α’ του άρθρου 32 του ΚΦΔ) και της σχέσης της τιμής πώλησης προς το συνολικό όγκο κύκλου εργασιών (περ. δ’ του άρθρου 32 του ΚΦΔ) είναι ο προσδιορισμός της φορολογητέας ύλης, μέσω μεθοδολογίας εξεύρεσης αξιόπιστων αναλογιών ή σχέσεων, προκειμένου να εκδοθεί πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή κάθε είδους νομική οντότητα που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα.
Ως αξιόπιστη αναλογία ή σχέση, θεωρείται το ποσοστό ή ο δείκτης ή η αναλογική σχέση, που είναι κατάλληλη, βάσει των γενικά παραδεκτών αρχών και τεχνικών της ελεγκτικής, λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων και του τρόπου λειτουργίας της επιχείρησης, για τον προσδιορισμό των εσόδων από επιχειρηματική δραστηριότητα, του κόστους πωληθέντων, του μικτού και του καθαρού κέρδους.
Τα στοιχεία για τον υπολογισμό των αναλογιών ή σχέσεων λαμβάνονται από τα δεδομένα του ελεγχόμενου προσώπου καθώς και από τρίτες πηγές.
(σχετ. Α.1008/2020)
Α.5.4.1 Περιεχόμενο των τεχνικών ελέγχου των περ. α’ και δ’
Α.5.4.1Α Μέθοδος της αρχής των αναλογιών
Με την μέθοδο αυτή προσδιορίζονται τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα, οι εκροές και τα φορολογητέα κέρδη του ελεγχόμενου προσώπου με βάση ποσοστά και δείκτες (και ιδίως με βάση το πραγματικό περιθώριο μικτού κέρδους) που θεωρούνται αξιόπιστα, βάσει των γενικά παραδεκτών αρχών και τεχνικών της ελεγκτικής και προέρχονται είτε από την ίδια την επιχείρηση είτε από τρίτες πηγές.
Κατόπιν επαλήθευσης του κόστους πωληθέντων/παρεχόμενων υπηρεσιών και ανάλυσης στοιχείων και πληροφοριών από το ελεγχόμενο πρόσωπο ή και από τρίτες πηγές, προσδιορίζεται με αξιόπιστο τρόπο το πραγματικό περιθώριο μικτού κέρδους, το οποίο εφαρμοζόμενο στο κόστος πωληθέντων/παρεχόμενων υπηρεσιών, οδηγεί στον προσδιορισμό των εσόδων από επιχειρηματική δραστηριότητα του ελεγχόμενου προσώπου.
Η υπόψη μέθοδος εφαρμόζεται ιδίως σε επιχειρήσεις των οποίων το απόθεμα είναι ελεγχόμενο ή μπορεί να προσδιοριστεί με αξιόπιστο τρόπο ή οι αγορές μπορούν εύκολα να κατανέμονται σε ομάδες με το ίδιο ή παρόμοιο ποσοστό περιθωρίου κέρδους.
Ο προσδιορισμός των εσόδων από επιχειρηματική δραστηριότητα με την χρήση της αρχής των αναλογιών δύναται να γίνει και με την χρήση άλλων αναλογικών σχέσεων, εκτός του περιθωρίου μικτού κέρδους, υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικές αναλογίες προκύπτουν με αξιόπιστο τρόπο.
Περαιτέρω, η μέθοδος της αρχής των αναλογιών, εκτός του προσδιορισμού των εσόδων από επιχειρηματική δραστηριότητα, δύναται να εφαρμοσθεί και για τον προσδιορισμό των εκροών και των φορολογητέων κερδών των ελεγχόμενων προσώπων, με τη χρήση αξιόπιστων, για τον προσδιορισμό των εκροών και φορολογητέων κερδών, αναλογιών.
Για την εφαρμογή της τεχνικής της αρχής των αναλογιών, μετά την ανάλυση των πωλήσεων και/ή του κόστους των πωλήσεων, προσδιορίζεται μια αξιόπιστη αναλογία (σχέση) η οποία εφαρμόζεται σε μία, γνωστή εκ των προτέρων, βάση (ενδεικτικά στο κόστος πωληθέντων) και έτσι προσδιορίζονται τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα του φορολογουμένου. Η ορθότητα του αποτελέσματος της τεχνικής αυτής βασίζεται στην αξιοπιστία των αναλογιών που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης. Ειδικότερα:
(α) Κύρια πηγή πληροφοριών πρέπει να είναι η ίδια η επιχείρηση. Έτσι ο έλεγχος για τον καθορισμό των αναλογιών (ποσοστών), που θα εφαρμοσθούν για τον προσδιορισμό των εσόδων από επιχειρηματική δραστηριότητα εξαντλεί τη δυνατότητα δημιουργίας αναλογιών με βάση τα πραγματικά δεδομένα της επιχείρησης (κόστος, δαπάνες, τιμές πώλησης κ.λπ.), στοιχεία τα οποία προκύπτουν αφενός από τα λογιστικά αρχεία του φορολογουμένου και αφετέρου από κάθε είδους διαθέσιμα στοιχεία καθώς και πληροφορίες και διευκρινίσεις που θα παρασχεθούν είτε από τον ίδιο τον ελεγχόμενο είτε από τρίτες πηγές (π.χ. αντισυμβαλλόμενους). Συνεπώς, το πραγματικό περιθώριο μικτού κέρδους δύναται να προσδιορισθεί συγκρίνοντας τιμολόγια αγορών με τιμολόγια πωλήσεων ή αναλύοντας τιμοκαταλόγους ή τιμές ραφιών ή ερευνώντας αρχεία αποθήκης και βιβλία παραγγελιών ή και άλλες συναφείς πληροφορίες.
(β) Σε περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατός ο καθορισμός των αναλογιών σύμφωνα με την προηγούμενη περίπτωση, ποσοστά και δείκτες δύνανται να προκύψουν και με βάση δεδομένα ομοειδών επιχειρήσεων. Στην περίπτωση αυτή ο έλεγχος δύναται να αναπροσαρμόζει τα εν λόγω ποσοστά και τους δείκτες, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά της ελεγχόμενης επιχείρησης και ιδίως τον τύπο του εμπορεύματος, τη γεωγραφική θέση της επιχείρησης, το μέγεθός της, την ελεγχόμενη φορολογική περίοδο, τη γενικότερη εμπορική πολιτική, ώστε οι αναλογίες που τελικά θα εφαρμοσθούν για τον προσδιορισμό των εσόδων από επιχειρηματική δραστηριότητα να ανταποκρίνονται στα χαρακτηριστικά του ελεγχόμενου προσώπου.
(γ) Για την επαλήθευση του κόστους πωληθέντων, ο έλεγχος συνεκτιμά στοιχεία αντισυμβαλλόμενων, υφιστάμενες παραβάσεις, τεχνικές προδιαγραφές κ.λπ. Κατά την εφαρμογή της τεχνικής της αρχής των αναλογιών, για τον προσδιορισμό των εσόδων από επιχειρηματική δραστηριότητα, δύναται να χρησιμοποιηθούν διάφορες αναλογίες (ποσοστά/δείκτες), όπως ενδεικτικά η αναλογία περιθωρίου μικτού κέρδους – πωλήσεων, η αναλογία περιθωρίου μικτού κέρδους – κόστους, η αναλογία κόστους πωληθέντων – πωλήσεων, η αναλογία καθαρής τιμής πώλησης – τιμής κόστους κ.λπ., οι οποίες εφαρμόζονται επί του συνολικού κόστους ώστε να προσδιορισθούν τα έσοδα.
Σημειώνεται ότι, η τεχνική της αρχής των αναλογιών ενδείκνυται για τον προσδιορισμό των εσόδων από επιχειρηματική δραστηριότητα, των εκροών και των φορολογητέων κερδών σε:
- επιχειρήσεις με σχετικά περιορισμένο εύρος δραστηριοτήτων.
- επιχειρήσεις όπου η κύρια πηγή εσόδων προέρχεται κυρίως από τη διάθεση των αποθεμάτων ή όταν οι παράμετροι που διαμορφώνουν το κόστος των πωληθέντων ή οι πηγές από τις οποίες προέρχονται οι αγορές των εμπορευμάτων είναι περιορισμένες και ταυτόχρονα υφίσταται σε ένα βαθμό ομοιομορφία στις τιμές πώλησης.
- επιχειρήσεις των οποίων το απόθεμα είναι ελεγχόμενο (πχ. τήρηση βιβλίου απογραφών) ή το απόθεμα μπορεί να προσδιοριστεί με αξιόπιστο τρόπο ή τα αγαθά τα οποία εμπορεύονται έχουν όμοιο μικτό κέρδος.
Παράδειγμα 1:
Για προσδιορισμό των εσόδων από επιχειρηματική δραστηριότητα εφαρμόζεται η αναλογία (δείκτης) περιθωρίου μικτού κέρδους – πωλήσεων, δηλαδή η αναλογία της διαφοράς της τιμής πώλησης μείον τιμή αγοράς προς τιμή πώλησης, με βάση τη σχέση:
Αναλογία (%) περιθωρίου μικτού κέρδους επί των πωλήσεων = Τιμή πώλησης άνευ ΦΠΑ – Τιμή αγοράς άνευ ΦΠΑ / Τιμή πώλησης άνευ ΦΠΑ |
Προσδιορίζεται η αναλογία του κόστους πωληθέντων προς τις πωλήσεις από τη σχέση:
Αναλογία (%) κόστους πωληθέντων επί των πωλήσεων = 1 – Αναλογία (%) περιθωρίου μικτού κέρδους επί των πωλήσεων |
και στη συνέχεια τα έσοδα προσδιορίζονται με βάση τη σχέση:
Έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα = Συνολικό κόστος πωληθέντων άνευ ΦΠΑ / Αναλογία (%) κόστους πωληθέντων |
Έστω ότι ο ελεγχόμενος εμπορεύεται δύο προϊόντα το Α και το Β και από τα λογιστικά του αρχεία προκύπτουν:
Συνολικά δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα |
170.000 € |
Κόστος πωληθέντων (Προϊόν Α) |
50.000 € |
Κόστος πωληθέντων (Προϊόν Β) |
80.000 € |
Μετά από την ανάλυση των λογιστικών αρχείων της επιχείρησης (π.χ. παραστατικά αγοράς και πώλησης, τιμοκατάλογος) και την παροχή πληροφοριών από τον ελεγχόμενο, ο έλεγχος καταλήγει στα ακόλουθα ποσοστιαία περιθώρια μικτού κέρδους επί των πωλήσεων για τα προϊόντα Α και Β:
Καθαρή μέση τιμή αγοράς άνευ ΦΠΑ (Προϊόν Α) |
30 € |
Καθαρή μέση τιμή αγοράς άνευ ΦΠΑ (Προϊόν Β) |
20€ |
Καθαρή μέση τιμή πώλησης άνευ ΦΠΑ (Προϊόν Α) |
50 € |
Καθαρή μέση τιμή πώλησης άνευ ΦΠΑ (Προϊόν Β) |
40 € |
Ποσοστό μικτού κέρδους επί πωλήσεων (Προϊόν Α) |
(50-30) / 50 = 0,40 ή 40% |
Ποσοστό μικτού κέρδους επί πωλήσεων (Προϊόν Β) |
(40-20) / 40 = 0,50 ή 50% |
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το ποσοστιαίο κόστος πωληθέντων έχει ως ακολούθως:
Αναλογία (%) κόστους πωληθέντων επί των πωλήσεων (Προϊόν Α) |
1 – 0,40 = 0,60 ή 60% |
Αναλογία (%) κόστους πωληθέντων επί των πωλήσεων (Προϊόν Β) |
1- 0,50 = 0,50 ή 50% |
Τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα προσδιορίζονται από τον έλεγχο με βάση τον τύπο:
Κόστος πωληθέντων / ποσοστιαίο κόστος πωληθέντων ως εξής:
Προσδιορισθέντα, βάσει ελέγχου, έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα (Προϊόν Α) |
50.000 /0,60 = 83.333,33 € |
Προσδιορισθέντα, βάσει ελέγχου, έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα (Προϊόν Β) |
80.000 /0,50 = 160.000,00 € |
Τα προσδιορισθέντα, βάσει ελέγχου, έσοδα συγκρίνονται με τα αντίστοιχα δηλωθέντα έσοδα και η θετική προκύπτουσα διαφορά θεωρείται μη δηλούμενο εισόδημα και εφόσον δεν αιτιολογείται υπόκειται σε φορολόγηση.
Προσδιορισθέντα, βάσει ελέγχου, έσοδα (Προϊόν Α) |
83.333,33€ |
Προσδιορισθέντα, βάσει ελέγχου, έσοδα (Προϊόν Β) |
160.000,00 € |
Σύνολο προσδιορισθέντων, βάσει ελέγχου, εσόδων |
243.333,33 € |
Μείον: Δηλωθέντα έσοδα |
170.000,00 € |
Διαφορά |
73.333,33 € |
Παράδειγμα 2:
Για τον προσδιορισμό των εσόδων από επιχειρηματική δραστηριότητα εφαρμόζεται η αναλογία (δείκτης) περιθωρίου μικτού κέρδους – κόστους, δηλαδή η αναλογία της διαφοράς τιμής πώλησης μείον τιμής αγοράς προς τιμή αγοράς, με βάση τη σχέση:
Αναλογία (%) περιθωρίου μικτού κέρδους επί του κόστους πωλήσεων = (Τιμή πώλησης άνευ ΦΠΑ – Τιμή αγοράς άνευ ΦΠΑ) / Τιμή αγοράς άνευ ΦΠΑ |
και στη συνέχεια τα έσοδα προσδιορίζονται με βάση τη σχέση:
Έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα = Συνολικό κόστος πωληθέντων άνευ ΦΠΑ Χ (1+Αναλογία (%) περιθωρίου μικτού κέρδους επί του κόστους πωλήσεων) |
Έστω ότι ο ελεγχόμενος εμπορεύεται δύο προϊόντα το Α και το Β και από τα λογιστικά του αρχεία προκύπτουν:
Συνολικά δηλωθέντα έσοδα άνευ ΦΠΑ |
140.000,00 € |
Κόστος πωληθέντων άνευ ΦΠΑ (Προϊόν Α) |
50.000,00 € |
Κόστος πωληθέντων άνευ ΦΠΑ (Προϊόν Β) |
80.000,00 € |
Μετά από την ανάλυση των λογιστικών αρχείων της επιχείρησης (π.χ. παραστατικά αγοράς και πώλησης, τιμοκατάλογο) και την παροχή πληροφοριών από τον ελεγχόμενο ο έλεγχος καταλήγει στα ακόλουθα ποσοστιαία περιθώρια μικτού κέρδους επί του κόστους για τα προϊόντα Α και Β:
Καθαρή μέση τιμή αγοράς άνευ ΦΠΑ (Προϊόν Α) |
100 € |
Καθαρή μέση τιμή αγοράς άνευ ΦΠΑ (Προϊόν Β) |
120 € |
|
Καθαρή μέση τιμή πώλησης άνευ ΦΠΑ (Προϊόν Α) |
130 € |
Καθαρή μέση τιμή πώλησης άνευ ΦΠΑ (Προϊόν Β) |
150 € |
Ποσοστό μικτού κέρδους επί κόστους (Προϊόν Α) |
(130-100) / 100 = 0,30 ή 30% |
Ποσοστό μικτού κέρδους επί κόστους (Προϊόν Β) |
(150-120) / 120 = 0,25 ή 25% |
Τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα προσδιορίζονται από τον έλεγχο με βάση τον τύπο:
Κόστος πωληθέντων Χ ( 1 + Αναλογία (%) περιθωρίου μικτού κέρδους επί του κόστους πωλήσεων) |
ως εξής:
Προσδιορισθέντα, βάσει ελέγχου, έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα (Προϊόν Α) |
50.000 Χ (1 + 0,30) = 65.000 € |
Προσδιορισθέντα, βάσει ελέγχου, έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα (Προϊόν Β) |
80.000 Χ (1 + 0,25) = 100.000 € |
Τα προσδιορισθέντα, βάσει ελέγχου, έσοδα συγκρίνονται με τα αντίστοιχα δηλωθέντα έσοδα και η θετική προκύπτουσα διαφορά θεωρείται μη δηλούμενο εισόδημα και εφόσον δεν αιτιολογείται υπόκειται σε φορολόγηση.
Προσδιορισθέντα, βάσει ελέγχου, έσοδα (Προϊόν Α) |
65.000€ |
Προσδιορισθέντα, βάσει ελέγχου, έσοδα (Προϊόν Β) |
100.000 € |
Σύνολο προσδιορισθέντων, βάσει ελέγχου, εσόδων |
165.000 € |
Μείον: Δηλωθέντα έσοδα |
140.000 € |
Διαφορά εσόδων |
25.000 € |
(σχετ. Α.1008/2020 και Ε.2016/2020)
Α.5.4.1Β Μέθοδος σχέσης της τιμής πώλησης προς το συνολικό όγκο κύκλου εργασιών
Με την μέθοδο αυτή προσδιορίζονται τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα αξιοποιώντας τη σχέση της τιμής πώλησης προς το συνολικό όγκο κύκλου εργασιών. Επί του συνολικού όγκου του κύκλου εργασιών, ο οποίος προσδιορίζεται είτε από τα λογιστικά αρχεία του ελεγχόμενου προσώπου είτε από τρίτες πηγές, εφαρμόζεται η τιμή πώλησης ανά μονάδα προϊόντος/υπηρεσίας προκειμένου να προσδιοριστούν τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα. Ο συνολικός όγκος του κύκλου εργασιών δύναται να προσδιορισθεί κατόπιν εύρεσης σχέσεων μεταξύ των εισροών (προϊόντων και υπηρεσιών) που απαιτούνται ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος/ παρεχόμενης υπηρεσίας του ελεγχόμενου προσώπου.
Για την εφαρμογή της τεχνικής της σχέσης της τιμής πώλησης προς το συνολικό όγκο του κύκλου εργασιών, ο έλεγχος προσδιορίζει, χρησιμοποιώντας τεχνικές ανάλυσης και έρευνας και αξιοποιώντας στοιχεία κόστους, με βάση τα λογιστικά αρχεία του ελεγχόμενου ή μέσω τρίτων πηγών, τον αριθμό των μονάδων ή τον όγκο κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε ο ελεγχόμενος, με βάση τη συνάρτηση παραγωγής που απεικονίζει τον μετασχηματισμό συγκεκριμένης εισροής (πρώτη ύλη) σε εκροή (προϊόν/υπηρεσία) και την ποσότητα της εισροής που απαιτείται για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος ή την παροχή μιας μονάδας υπηρεσίας.
Η εν λόγω μέθοδος δύναται να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό των εσόδων από επιχειρηματική δραστηριότητα, μέσω εύρεσης της δυνατότητας παραγωγής μιας επιχείρησης, όταν η επιχείρηση παράγει ένα ή περισσότερα ομοειδή προϊόντα, τα οποία έχουν μια σταθερή σχέση μεταξύ των συντελεστών παραγωγής (π.χ. σχέση υφάσματος με τα παραγόμενα πουκάμισα, παραγγελίες εξαρτημάτων που απαιτούνται για παρασκευή εμπορευσίμων προϊόντων) ή μέσω προσδιορισμού του όγκου κύκλου εργασιών όταν το ύψος των πωλήσεων συνδέεται με μεταβλητές δαπάνες/λειτουργικά έξοδα που είναι ανάλογα του κύκλου εργασιών (π.χ. σχέση συσκευασίας με μερίδες διανεμόμενου φαγητού, σχέση δαπανών προμήθειας ηλεκτρικού ρεύματος και νερού με παρεχόμενη υπηρεσία).
Σημειώνεται ότι η μέθοδος της τιμής πώλησης προς το συνολικό όγκο κύκλου εργασιών ενδείκνυται για τον προσδιορισμό των εσόδων από επιχειρηματική δραστηριότητα όταν:
- Ο έλεγχος δύναται να προσδιορίσει την τιμή πώλησης ανά μονάδα και τον αριθμό των μονάδων (προϊόντων/υπηρεσιών) ή τον όγκο συναλλαγών με βάση το κόστος των αγαθών που πωλούνται ή τις δαπάνες/έξοδα .
- Ο ελεγχόμενος έχει περιορισμένα είδη προϊόντων ή ορισμένου είδους παρεχόμενες υπηρεσίες και οι τιμές των πωλουμένων αγαθών ή οι αμοιβές για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες είναι σχετικά σταθερές σε όλη τη διάρκεια της φορολογικής περιόδου.
Παράδειγμα:
Για τον προσδιορισμό των εσόδων από επιχειρηματική δραστηριότητα εφαρμόζεται η τιμή πώλησης στο συνολικό όγκο του κύκλου εργασιών, ο οποίος έχει προηγουμένως προσδιοριστεί από τον έλεγχο, με βάση τη σχέση που υφίσταται ανάμεσα στην ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος ή παρεχόμενης υπηρεσίας και την απαιτούμενη συγκεκριμένη πρώτη ύλη ή συγκεκριμένη μεταβλητή δαπάνη.
Έστω ότι ο ελεγχόμενος είναι επιχείρηση παραγωγής ενός προϊόντος. Ο έλεγχος αντλώντας πληροφορίες από τον ίδιο τον ελεγχόμενο ή από τρίτους και κατανοώντας τις πραγματικές συνθήκες και τα δεδομένα της επιχείρησης , διαπιστώνει με βάση τις τεχνικές προδιαγραφές παραγωγής ότι η σχέση πρώτης ύλης παραγόμενου προϊόντος είναι:
1 μονάδα α’ ύλης προς 50 μονάδες παραγόμενου προϊόντος. |
και η τιμή πώλησης ανά μονάδα προϊόντος είναι:
τιμή πώλησης 10 ευρώ ανά μονάδα προϊόντος |
Από τα λογιστικά αρχεία της επιχείρησης, λαμβανομένων υπόψη των αποθεμάτων αρχής και τέλους της χρήσης, προκύπτει:
αγορά α’ ύλης 500 μονάδες |
Στη συνέχεια ο έλεγχος, λαμβάνοντας υπόψη ειδικότερους παράγοντες που τυχόν υπεισέρχονται στη παραγωγική διαδικασία (π.χ. φύρα 5%) προσδιορίζει τις μονάδες παραγόμενου προϊόντος:
παραγόμενο προϊόν = [500 – (500)Χ5% ] Χ 50 = 23.750 μονάδες |
Έχοντας προσδιορίσει ο έλεγχος την τιμή πώλησης ανά μονάδα προϊόντος προσδιορίζει τα έσοδα από την διάθεση του προϊόντος ως εξής:
Έσοδα ελέγχου = 23.750 μονάδες προϊόντος Χ 10 ευρώ = 237.500 ευρώ |
Σε περίπτωση ύπαρξης αποθεμάτων του προϊόντος αρχής και τέλους της φορολογικής περιόδου ή διαπίστωσης από τον έλεγχο προωθητικών ενεργειών λαμβάνονται υπόψη.
(σχετ. Α.1008/2020 και Ε.2016/2020)
Α.5.4.2 Υπαγόμενοι πεδίο εφαρμογής
Στον τρόπο και στη διαδικασία ελέγχου που ορίζεται με την απόφαση αυτή, μπορούν να υπαχθούν οι υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων που ασκούν ή προκύπτει ότι ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα και εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 28 του ΚΦΕ, για